- εκλεξιμότητα
- ητο να είναι κανείς εκλέξιμος (βλ. λ.), η εκλογιμότητα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
εκλεξιμότητα — η η ιδιότητα τού εκλέξιμου … Dictionary of Greek
εκλογιμότητα — η η εκλεξιμότητα (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)